- ἀρτιτρεφής
- ἀρτι-τρεφής, ές,A just nursed, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί wailings of young children, A.Th. 350 cod. [voice] Med. (v.l. ἀρτιβρεφεῖς).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρτιτρεφής — ἀρτιτρεφής, ές (Α) αυτός που μόλις τώρα άρχισε να τρέφεται με μητρικό γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τρεφής < τρέφω (πρβλ. αλιτρεφής, απαλοτρεφής)] … Dictionary of Greek
ἀρτιτρεφεῖς — ἀρτιτρεφής just nursed masc/fem acc pl ἀρτιτρεφής just nursed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιτρεφοῦς — ἀρτιτρεφής just nursed masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιτρεφῶν — ἀρτιτρεφής just nursed masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek